ταπήτων

ταπήτων
τάπης
carpet
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταπητουργία — η, Ν 1. βιομηχανία ταπήτων 2. η τέχνη κατασκευής ταπήτων 3. (υφαντ.) κλάδος τής υφαντουργικής οικοτεχνίας, βιοτεχνίας και βιομηχανίας που ασχολείται με την κατασκευή ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπητουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο… …   Dictionary of Greek

  • ταπητουργία — η 1. βιομηχανία ταπήτων, χαλιών. 2. η τέχνη κατασκευής ταπήτων, χαλιών: Η ταπητουργία είναι αναπτυγμένη στην Περσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαπιδυφάντης — δαπιδυφάντης, ο (Α) υφαντής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάπις ( ιδος) + υφάντης < υφαίνω] …   Dictionary of Greek

  • εριουργία — η (AM ἐριουργία) [εριουργός] νεοελλ. βιομηχανία κατεργασίας τού ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων αρχ. η κατεργασία τού ερίου …   Dictionary of Greek

  • μαντάνι — το μηχανή επεξεργασίας μάλλινων υφασμάτων, ταπήτων και κλινοσκεπασμάτων, η οποία κινείται με τη δύναμη φυσικού ή τεχνητού καταρράκτη …   Dictionary of Greek

  • σκούπα — η, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Sorghum scoparium τού γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο 2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση τής σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο 3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα» τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που… …   Dictionary of Greek

  • σκόρος — και σκώρος, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων τής οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας… …   Dictionary of Greek

  • ταπητάριος — και ταπιτάριος, ὁ, Α κατασκευαστής ή πωλητής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος / τάπις + κατάλ. άριος (πρβλ. πεζικ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • ταπητέμπορος — ὁ, Α έμπορος ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος + ἔμπορος] …   Dictionary of Greek

  • ταπητουργείο — το, Ν εργοστάσιο κατασκευής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπητουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”